ουρογεννητικός

ουρογεννητικός
και ουροποιογεννητικός, -ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ουρητικό και στο γεννητικό σύστημα («ουρογεννητικά όργανα»)
2. ουρογόνος («ουρογεννητική αύλακα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποσπαδίας — (Ιατρ.). Είναι η διάσταση του κάτω τοιχώματος της ουρήθρας. Απαντά κυρίως στους άντρες. Στην περίπτωση του υ. το κάτω τοίχωμα της ουρήθρας δεν έχει πλήρη διάπλαση και το εξωτερικό της στόμιο δε βρίσκεται στην κανονική του θέση στη βάλανο του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”